Μ μ
μακ-
μα- μβ- μγ- μδ- με- μζ- μη- μθ- μι- μκ- μλ- μμ- μν- μξ- μο- μπ- μρ- μς- μτ- μυ- μφ- μχ- μψ- μω-
μαα- μαβ- μαγ- μαδ- μαε- μαζ- μαη- μαθ- μαι- μακ- μαλ- μαμ- μαν- μαξ- μαο- μαπ- μαρ- μας- ματ- μαυ- μαφ- μαχ- μαψ- μαω-
μακα- μακβ- μακγ- μακδ- μακε- μακζ- μακη- μακθ- μακι- μακκ- μακλ- μακμ- μακν- μακξ- μακο- μακπ- μακρ- μακς- μακτ- μακυ- μακφ- μακχ- μακψ- μακω-
Annotated entries are asterisked.
μακάριος -ία -ον bless (adj.)
μακαρισμός, -οῦ, ὁ blessing (n.)
μακαριώτερος -τέρα -ον happier (adj.)
Μακεδονία, -ας, ἡ Macedonia (n.) [Place]
Μακεδών, -όνος, ὁ Macedonian (n.)
μάκελλον, -ου, τό meat market (n.)
μακράν far (adv.)
μακρόθεν from afar (adv.)
μακροθυμέω to is-patient (v.)
μακροθυμία, -ας, ἡ patience (n.)
μακρόθυμος -ον patient (adj.)
μακροθύμως patiently (adv.)
μακρός -ά -όν far (adj.)
μακρότερος -α -ον [LXX] farther (adj.)
μακρότης, -ητος, ἡ [LXX] length (n.)
μακροχρόνιος -ον long-lived (adj.)