Λ λ
λι-
λα- λβ- λγ- λδ- λε- λζ- λη- λθ- λι- λκ- λλ- λμ- λν- λξ- λο- λπ- λρ- λς- λτ- λυ- λφ- λχ- λψ- λω-
λια- λιβ- λιγ- λιδ- λιε- λιζ- λιη- λιθ- λιι- λικ- λιλ- λιμ- λιν- λιξ- λιο- λιπ- λιρ- λις- λιτ- λιυ- λιφ- λιχ- λιψ- λιω-
Annotated entries are asterisked.
λίαν
very (adv.)
λίβανος[1], -ου, ὁ frankincense (n.)
Λίβανος[2], -ου, ὁ [LXX] Lebanon (n.) [Place]
λιβανωτός, -οῦ, ὁ ἐξιλάσεται (n.)
Λιβερτῖνος, -ου, ὁ Freedperson (n.)
Λιβύη, -ῆς, ἡ Libya (n.) [Place]
λιθάζω to stone (v.)
λίθινος -ίνη -ον stone (adj.)
λιθοβολέω to stone (v.)
λίθος, -ου, ὁ stone (n.)
λιθόστρωτος -ον pavement (adj.)
λικμάω to winnow/sweep away (v.)
λικμήτωρ, -ορος, ὁ [LXX] winnower (n.)
λιμά (s. λεμά) why? (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
λιμήν, -ένος, ὁ harbor (n.)
λίμνη, -ης, ἡ lake (n.)
λιμός, -οῦ, ὁ and ἡ famine (n.)
λίνον, -ου, τό linen/flax (n.)
Λίνος, -ου, ὁ Linus (n.) [Person]
λιπαίνω [LXX] to annoint (v.)
λιπαρός -ά -όν costly (adj.)
λίτρα, -ας, ἡ pound (n.)
λίψ, -ιβός, ὁ southwest (n.)
λίβανος[1], -ου, ὁ frankincense (n.)
Λίβανος[2], -ου, ὁ [LXX] Lebanon (n.) [Place]
λιβανωτός, -οῦ, ὁ ἐξιλάσεται (n.)
Λιβερτῖνος, -ου, ὁ Freedperson (n.)
Λιβύη, -ῆς, ἡ Libya (n.) [Place]
λιθάζω to stone (v.)
λίθινος -ίνη -ον stone (adj.)
λιθοβολέω to stone (v.)
λίθος, -ου, ὁ stone (n.)
λιθόστρωτος -ον pavement (adj.)
λικμάω to winnow/sweep away (v.)
λικμήτωρ, -ορος, ὁ [LXX] winnower (n.)
λιμά (s. λεμά) why? (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
λιμήν, -ένος, ὁ harbor (n.)
λίμνη, -ης, ἡ lake (n.)
λιμός, -οῦ, ὁ and ἡ famine (n.)
λίνον, -ου, τό linen/flax (n.)
Λίνος, -ου, ὁ Linus (n.) [Person]
λιπαίνω [LXX] to annoint (v.)
λιπαρός -ά -όν costly (adj.)
λίτρα, -ας, ἡ pound (n.)
λίψ, -ιβός, ὁ southwest (n.)