Λ λ
λευ-
λα- λβ- λγ- λδ- λε- λζ- λη- λθ- λι- λκ- λλ- λμ- λν- λξ- λο- λπ- λρ- λς- λτ- λυ- λφ- λχ- λψ- λω-
λεα- λεβ- λεγ- λεδ- λεε- λεζ- λεη- λεθ- λει- λεκ- λελ- λεμ- λεν- λεξ- λεο- λεπ- λερ- λες- λετ- λευ- λεφ- λεχ- λεψ- λεω-
λευα- λευβ- λευγ- λευδ- λευε- λευζ- λευη- λευθ- λευι- λευκ- λευλ- λευμ- λευν- λευξ- λευο- λευπ- λευρ- λευς- λευτ- λευυ- λευφ- λευχ- λευψ- λευω-
Annotated entries are asterisked.
Λευίς v.l. Λευΐς, gen. Λευί, acc. -ίν, ὁ (s. Λευί) Levi (n.) [Person]
Λευίτης v.l. Λευΐτης, -ου, ὁ Levite (n.)
Λευιτικός v.l. Λευϊτικός -ή -όν Levitical (adj.)
λευκαίνω to whiten (v.)
λευκανθίζω [LXX] to be in-white (v.)
λευκός -ή -όν white (adj.)