Λ λ
λαμ-
λα- λβ- λγ- λδ- λε- λζ- λη- λθ- λι- λκ- λλ- λμ- λν- λξ- λο- λπ- λρ- λς- λτ- λυ- λφ- λχ- λψ- λω-
λαα- λαβ- λαγ- λαδ- λαε- λαζ- λαη- λαθ- λαι- λακ- λαλ- λαμ- λαν- λαξ- λαο- λαπ- λαρ- λας- λατ- λαυ- λαφ- λαχ- λαψ- λαω-
λαμα- λαμβ- λαμγ- λαμδ- λαμε- λαμζ- λαμη- λαμθ- λαμι- λαμκ- λαμλ- λαμμ- λαμν- λαμξ- λαμο- λαμπ- λαμρ- λαμς- λαμτ- λαμυ- λαμφ- λαμχ- λαμψ- λαμω-
Annotated entries are asterisked.
λαμβάνω to take/receive (v.)
Λάμεχ, ὁ Lamech (n.) [Person]
λαμμᾶ (s. λεμά) why? (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
λαμπάς, -άδος, ἡ lamp (n.)
λαμπρός -ά -όν bright (adj.)
λαμπρότης, -ητος, ἡ brightness (n.)
λαμπρῶς splendidly (adv.)
λαμπτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] lantern (n.)
λάμπω to radiant (v.)