Κ κ
κρε-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
κρα- κρβ- κργ- κρδ- κρε- κρζ- κρη- κρθ- κρι- κρκ- κρλ- κρμ- κρν- κρξ- κρο- κρπ- κρρ- κρς- κρτ- κρυ- κρφ- κρχ- κρψ- κρω-
κρεα- κρεβ- κρεγ- κρεδ- κρεε- κρεζ- κρεη- κρεθ- κρει- κρεκ- κρελ- κρεμ- κρεν- κρεξ- κρεο- κρεπ- κρερ- κρες- κρετ- κρευ- κρεφ- κρεχ- κρεψ- κρεω-
Annotated entries are asterisked.
* κρείσσων -ον (s. κρείττων) better/superior (adj.)
* κρείττων -ον and κρείσσων -ον better/superior (adj.)
κρέμαμαι (s. κρεμάννυμι) to hang up (v.)
κρεμάννυμι/κρέμαμαι to hang up (v.)