Κ κ
κρα-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
κρα- κρβ- κργ- κρδ- κρε- κρζ- κρη- κρθ- κρι- κρκ- κρλ- κρμ- κρν- κρξ- κρο- κρπ- κρρ- κρς- κρτ- κρυ- κρφ- κρχ- κρψ- κρω-
κραα- κραβ- κραγ- κραδ- κραε- κραζ- κραη- κραθ- κραι- κρακ- κραλ- κραμ- κραν- κραξ- κραο- κραπ- κραρ- κρας- κρατ- κραυ- κραφ- κραχ- κραψ- κραω-
Annotated entries are asterisked.
κράββατος, -ου, ὁ (s. κράβαττος) mattress (n.)
* κράζω to call/cry out (v.)
κραιπάλη, -ης, ἡ hangover (n.)
κρανίον, -ου, τό skull (n.)
κράσπεδον, -ου, τό fringe (n.)
κραταιός -ά -όν mighty (adj.)
κραταιότερος -α -ον [LXX] mightier (adj.)
κραταιόω to become strong (v.)
κρατέω to seize/take-hold (v.)
κρατήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] mixing bowl (n.)
κράτιστος -η -ον strongest (adj.)
* κράτος, -ους, τό might (n.)
κρατύς (-εῖα) -ύ [EXTRA] mighty (adj.)
κραυγάζω to shout (v.)
κραυγή, -ῆς, ἡ cry (n.)