Κ κ
κομ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
κοα- κοβ- κογ- κοδ- κοε- κοζ- κοη- κοθ- κοι- κοκ- κολ- κομ- κον- κοξ- κοο- κοπ- κορ- κος- κοτ- κου- κοφ- κοχ- κοψ- κοω-
κομα- κομβ- κομγ- κομδ- κομε- κομζ- κομη- κομθ- κομι- κομκ- κομλ- κομμ- κομν- κομξ- κομο- κομπ- κομρ- κομς- κομτ- κομυ- κομφ- κομχ- κομψ- κομω-
Annotated entries are asterisked.
κόμη, -ης, ἡ hair (n.)
κομίζω to procure/obtain (v.)
κομψότερον better (adv.)