Κ κ
κοι-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
κοα- κοβ- κογ- κοδ- κοε- κοζ- κοη- κοθ- κοι- κοκ- κολ- κομ- κον- κοξ- κοο- κοπ- κορ- κος- κοτ- κου- κοφ- κοχ- κοψ- κοω-
κοια- κοιβ- κοιγ- κοιδ- κοιε- κοιζ- κοιη- κοιθ- κοιι- κοικ- κοιλ- κοιμ- κοιν- κοιξ- κοιο- κοιπ- κοιρ- κοις- κοιτ- κοιυ- κοιφ- κοιχ- κοιψ- κοιω-
Annotated entries are asterisked.
κοίλασμα, -ατος, τό [LXX] hollow (n.)
κοιλία, -ας, ἡ belly (n.)
κοῖλος -η -ον [LXX] hollow (adj.)
κοιλόσταθμος -ον [LXX] ??? (adj.)
κοιλότης, -ητος, ἡ [LXX] hollowness (n.)
κοίλωμα, -ατος, τό [LXX] hollow (n.)
κοιμάω to lie/repose (v.)
κοίμησις, -εως, ἡ sleep (n.)
κοιμίζω [LXX] to put to sleep (v.)
κοινός -ή -όν common (adj.)
κοινόω to share/vulgarize (v.)
κοινωνέω to share (v.)
κοινωνία, -ας, ἡ communion (n.)
κοινωνικός -ή -όν beneficent (adj.)
κοινωνός, -οῦ, ὁ and ἡ sharer (n.)
κοίτη, -ης, ἡ bed (n.)
κοιτών, -ῶνος, ὁ bedroom (n.)