Κ κ
κλε-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
κλα- κλβ- κλγ- κλδ- κλε- κλζ- κλη- κλθ- κλι- κλκ- κλλ- κλμ- κλν- κλξ- κλο- κλπ- κλρ- κλς- κλτ- κλυ- κλφ- κλχ- κλψ- κλω-
κλεα- κλεβ- κλεγ- κλεδ- κλεε- κλεζ- κλεη- κλεθ- κλει- κλεκ- κλελ- κλεμ- κλεν- κλεξ- κλεο- κλεπ- κλερ- κλες- κλετ- κλευ- κλεφ- κλεχ- κλεψ- κλεω-
Annotated entries are asterisked.
κλείω to shut (v.)
κλέμμα, -ατος, τό theft (n.)
Κλεοπᾶς, -ᾶ, ὁ Cleopas (n.) [Person]
κλέος, -ους, τό fame (n.)
κλέπτης, -ου, ὁ thief (n.)
κλέπτω to steal (v.)