Κ κ
κερ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
κεα- κεβ- κεγ- κεδ- κεε- κεζ- κεη- κεθ- κει- κεκ- κελ- κεμ- κεν- κεξ- κεο- κεπ- κερ- κες- κετ- κευ- κεφ- κεχ- κεψ- κεω-
κερα- κερβ- κεργ- κερδ- κερε- κερζ- κερη- κερθ- κερι- κερκ- κερλ- κερμ- κερν- κερξ- κερο- κερπ- κερρ- κερς- κερτ- κερυ- κερφ- κερχ- κερψ- κερω-
Annotated entries are asterisked.
κεραμεύς, -έως, ὁ potter (n.)
κεραμικός -ή -όν made of clay (adj.)
κεράμιον, -ου, τό earthenware (n.)
κέραμος, -ου, ὁ clay (n.)
* κεράννυμι to mix (v.)
κέρας, -ατος, τό horn (n.)
κεράτιον, -ου, τό carob pod (n.)
κερδαίνω to gain (v.)
κέρδος, -ους, τό gain/profit (n.)
κέρκος, -ου, ἡ [LXX] tail (n.)
* κέρκωψ, -ωπος, ὁ [LXX] jokester (n.)
κέρμα, -ατος, τό coin (n.)
κερματιστής, -οῦ, ὁ money-changer (n.)