Κ κ
καυ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
καα- καβ- καγ- καδ- καε- καζ- καη- καθ- και- κακ- καλ- καμ- καν- καξ- καο- καπ- καρ- κας- κατ- καυ- καφ- καχ- καψ- καω-
καυα- καυβ- καυγ- καυδ- καυε- καυζ- καυη- καυθ- καυι- καυκ- καυλ- καυμ- καυν- καυξ- καυο- καυπ- καυρ- καυς- καυτ- καυυ- καυφ- καυχ- καυψ- καυω-
Annotated entries are asterisked.
καῦμα, -ατος, τό heat (n.)
καυματίζω to to be burnt up (v.)
καῦσις, -εως, ἡ burning (n.)
καυσόω to burn up (v.)
καυστηριάζω v.l. καυτ- to cauterize (v.)
καύσων, -ωνος, ὁ burning heat (n.)
καυτηριάζω (s. καυστ-) to cauterize (v.)
καυχάομαι to boast (v.)
καύχημα, -ατος, τό boast (n.)
καύχησις, -εως, ἡ boasting (n.)