Κ κ
καρ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
καα- καβ- καγ- καδ- καε- καζ- καη- καθ- και- κακ- καλ- καμ- καν- καξ- καο- καπ- καρ- κας- κατ- καυ- καφ- καχ- καψ- καω-
καρα- καρβ- καργ- καρδ- καρε- καρζ- καρη- καρθ- καρι- καρκ- καρλ- καρμ- καρν- καρξ- καρο- καρπ- καρρ- καρς- καρτ- καρυ- καρφ- καρχ- καρψ- καρω-
Annotated entries are asterisked.
καρδιογνώστης, -ου, ὁ heart-knower (n.)
κάρπιμος -ον [LXX] fruit-bearing (adj.)
καρπός[1], -οῦ, ὁ fruit (n.)
Κάρπος[2], -ου, ὁ Fruit (n.) [Person]
καρποφορέω to bear fruit (v.)
καρποφόρος -ον fruitful (adj.)
καρτερέω to be steadfast (v.)
* κάρφος, -ους, τό chip (n.)