Κ κ
καμ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
καα- καβ- καγ- καδ- καε- καζ- καη- καθ- και- κακ- καλ- καμ- καν- καξ- καο- καπ- καρ- κας- κατ- καυ- καφ- καχ- καψ- καω-
καμα- καμβ- καμγ- καμδ- καμε- καμζ- καμη- καμθ- καμι- καμκ- καμλ- καμμ- καμν- καμξ- καμο- καμπ- καμρ- καμς- καμτ- καμυ- καμφ- καμχ- καμψ- καμω-
Annotated entries are asterisked.
κἀμέ (καὶ ἐμέ) and/also I [Crasis]
κάμηλος, -ου, ὁ and ἡ camel (n.)
κάμινος, -ου, ἡ furnace (n.)
καμμύω to wink/close (v.)
κάμνω to weary/labored (v.)
κἀμοί (καὶ ἐμοί) and/also I [Crasis]
κἀμοῦ (καὶ ἐμοῦ) and/also I [Crasis]
κάμπτω to bend/bow (v.)