Κ κ
καλ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
καα- καβ- καγ- καδ- καε- καζ- καη- καθ- και- κακ- καλ- καμ- καν- καξ- καο- καπ- καρ- κας- κατ- καυ- καφ- καχ- καψ- καω-
καλα- καλβ- καλγ- καλδ- καλε- καλζ- καλη- καλθ- καλι- καλκ- καλλ- καλμ- καλν- καλξ- καλο- καλπ- καλρ- καλς- καλτ- καλυ- καλφ- καλχ- καλψ- καλω-
Annotated entries are asterisked.
καλάμη, -ης, ἡ straw (n.)
κάλαμος, -ου, ὁ cane (n.)
καλέω to call (v.)
καλλιέλαιος, -ου, ἡ cultivated olive tree (n.)
καλλίον rightlier (adv.)
καλλίστος -η -ον [LXX] best (adj.)
καλλίων -ον [LXX] better (adj.)
καλλωπίζω [LXX] to adorn/embellish (v.)
καλοδιδάσκαλος -ον teaching what is good (adj.)
καλοποιέω to do right (v.)
καλός -ή -όν good (adj.)
κάλυμμα, -ατος, τό veil (n.)
κάλυξ, -υκος, ἡ [LXX] covering (n.)
καλυπτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] cover (n.)
καλύπτω to cover (v.)
καλῶς ideally (adv.)