Κ κ
κακ-
κα- κβ- κγ- κδ- κε- κζ- κη- κθ- κι- κκ- κλ- κμ- κν- κξ- κο- κπ- κρ- κς- κτ- κυ- κφ- κχ- κψ- κω-
καα- καβ- καγ- καδ- καε- καζ- καη- καθ- και- κακ- καλ- καμ- καν- καξ- καο- καπ- καρ- κας- κατ- καυ- καφ- καχ- καψ- καω-
κακα- κακβ- κακγ- κακδ- κακε- κακζ- κακη- κακθ- κακι- κακκ- κακλ- κακμ- κακν- κακξ- κακο- κακπ- κακρ- κακς- κακτ- κακυ- κακφ- κακχ- κακψ- κακω-
Annotated entries are asterisked.
κἀκεῖθεν (καὶ ἐκεῖθεν) and/also from there [Crasis]
κἀκεῖνος -η -ο (καὶ ἐκεῖνος) and/also that [Crasis]
κακία, -ας, ἡ evil (n.)
κακοήθεια, -ας, ἡ evil (n.)
κακολογέω to bad-mouth (v.)
κακοπάθεια, -ας, ἡ (s. -θία) suffering (n.)
κακοπαθέω to suffer (v.)
κακοπαθία v.l. -θεια, -ας, ἡ suffering (n.)
κακοποιέω to do bad (v.)
κακοποιός -όν wrong-doing (adj.)
κακός -ή -όν wicked (adj.)
κακοῦργος -ον criminal (adj.)
κακουχέω to maltreat (v.)
κακόω to badly-affect (v.)
κακῶς wrongly (adv.)
κάκωσις, -εως, ἡ mistreatment (n.)