Ι ι
ις-
ια- ιβ- ιγ- ιδ- ιε- ιζ- ιη- ιθ- ιι- ικ- ιλ- ιμ- ιν- ιξ- ιο- ιπ- ιρ- ις- ιτ- ιυ- ιφ- ιχ- ιψ- ιω-
ισα- ισβ- ισγ- ισδ- ισε- ισζ- ιση- ισθ- ισι- ισκ- ισλ- ισμ- ισν- ισξ- ισο- ισπ- ισρ- ισς- ιστ- ισυ- ισφ- ισχ- ισψ- ισω-
Annotated entries are asterisked.
Ἰσαάκ, ὁ
Isaac (n.) [Person]
ἰσάγγελος -ον equal to angels (adj.)
Ισαδεκ, ὁ [LXX] Isadek (n.)
Ἰσαχάρ, ὁ (s. Ἰσσα-) Issachar (n.) [Person]
ἴσημι (s. οἶδα) to behold/perceive (v.)
ἴσθι[1] (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἴσθι[2] (s. οἶδα) to behold/perceive (v.)
* Ἰσκαριώθ, ὁ indecl. and -ώτης, -ου, ὁ Iscariot (n.) [Person]
* Ἰσκαριώτης, -ου, ὁ (s. -ώθ) Iscariot (n.) [Person]
ἴσος -η -ον equal (adj.)
ἰσότης, -ητος, ἡ equality (n.)
ἰσότιμος -ον equal (adj.)
ἰσόψυχος -ον like-minded (adj.)
ἰσόω [LXX] to equalize/level (v.)
Ἰσραήλ, ὁ Israel (n.) [Place]
Ἰσραηλίτης, -ου, ὁ Israelite (n.)
Ἰσραηλῖτις, -ιδος, ἡ Israelite woman (n.)
Ἰσσαχάρ v.l. Ἰσα-, ὁ Issachar (n.) [Person]
ἱστάνω/ἱστάω (by-form of ἵστημι) to stand (v.)
ἴστε (s. οἶδα) to behold/perceive (v.)
ἵστημι to stand (v.)
ἱστίον, -ου, τό [LXX] hanging (n.)
ἱστορέω to inquire (v.)
ἱστορία, -ας, ἡ [LXX] inquiry (n.)
ἱστός, -οῦ, ὁ [LXX] web (n.)
ἰσχυρός -ά -όν strong (adj.)
ἰσχυρότατος -η -ον [LXX] strongest (adj.)
ἰσχυρότερος -α -ον stronger (adj.)
* ἰσχύς, -ύος, ἡ strength (n.)
ἰσχύσις, -εως, ἡ [LXX] condemnation (n.)
ἰσχύω to strengthen (v.)
ἴσως equally/perhaps (adv.)
ἰσάγγελος -ον equal to angels (adj.)
Ισαδεκ, ὁ [LXX] Isadek (n.)
Ἰσαχάρ, ὁ (s. Ἰσσα-) Issachar (n.) [Person]
ἴσημι (s. οἶδα) to behold/perceive (v.)
ἴσθι[1] (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἴσθι[2] (s. οἶδα) to behold/perceive (v.)
* Ἰσκαριώθ, ὁ indecl. and -ώτης, -ου, ὁ Iscariot (n.) [Person]
* Ἰσκαριώτης, -ου, ὁ (s. -ώθ) Iscariot (n.) [Person]
ἴσος -η -ον equal (adj.)
ἰσότης, -ητος, ἡ equality (n.)
ἰσότιμος -ον equal (adj.)
ἰσόψυχος -ον like-minded (adj.)
ἰσόω [LXX] to equalize/level (v.)
Ἰσραήλ, ὁ Israel (n.) [Place]
Ἰσραηλίτης, -ου, ὁ Israelite (n.)
Ἰσραηλῖτις, -ιδος, ἡ Israelite woman (n.)
Ἰσσαχάρ v.l. Ἰσα-, ὁ Issachar (n.) [Person]
ἱστάνω/ἱστάω (by-form of ἵστημι) to stand (v.)
ἴστε (s. οἶδα) to behold/perceive (v.)
ἵστημι to stand (v.)
ἱστίον, -ου, τό [LXX] hanging (n.)
ἱστορέω to inquire (v.)
ἱστορία, -ας, ἡ [LXX] inquiry (n.)
ἱστός, -οῦ, ὁ [LXX] web (n.)
ἰσχυρός -ά -όν strong (adj.)
ἰσχυρότατος -η -ον [LXX] strongest (adj.)
ἰσχυρότερος -α -ον stronger (adj.)
* ἰσχύς, -ύος, ἡ strength (n.)
ἰσχύσις, -εως, ἡ [LXX] condemnation (n.)
ἰσχύω to strengthen (v.)
ἴσως equally/perhaps (adv.)