Ι ι
ιλ-
ια- ιβ- ιγ- ιδ- ιε- ιζ- ιη- ιθ- ιι- ικ- ιλ- ιμ- ιν- ιξ- ιο- ιπ- ιρ- ις- ιτ- ιυ- ιφ- ιχ- ιψ- ιω-
ιλα- ιλβ- ιλγ- ιλδ- ιλε- ιλζ- ιλη- ιλθ- ιλι- ιλκ- ιλλ- ιλμ- ιλν- ιλξ- ιλο- ιλπ- ιλρ- ιλς- ιλτ- ιλυ- ιλφ- ιλχ- ιλψ- ιλω-
Annotated entries are asterisked.
ἱλαρός -ά -όν
cheerful (adj.)
ἱλαρότης, -ητος, ἡ cheerfulness (n.)
ἱλάσκομαι to conciliate (v.)
ἱλασμός, -οῦ, ὁ sin-offering (n.)
ἱλαστήριον, -ου, τό mercy-seat (n.)
* ἵλεως -ων merciful (adj.)
Ἰλλυρικόν, -οῦ, τό Illyricum (n.) [Place]
ἱλαρότης, -ητος, ἡ cheerfulness (n.)
ἱλάσκομαι to conciliate (v.)
ἱλασμός, -οῦ, ὁ sin-offering (n.)
ἱλαστήριον, -ου, τό mercy-seat (n.)
* ἵλεως -ων merciful (adj.)
Ἰλλυρικόν, -οῦ, τό Illyricum (n.) [Place]