Ι ι
ικ-
ια- ιβ- ιγ- ιδ- ιε- ιζ- ιη- ιθ- ιι- ικ- ιλ- ιμ- ιν- ιξ- ιο- ιπ- ιρ- ις- ιτ- ιυ- ιφ- ιχ- ιψ- ιω-
ικα- ικβ- ικγ- ικδ- ικε- ικζ- ικη- ικθ- ικι- ικκ- ικλ- ικμ- ικν- ικξ- ικο- ικπ- ικρ- ικς- ικτ- ικυ- ικφ- ικχ- ικψ- ικω-
Annotated entries are asterisked.
ἱκανός -ή -όν
ample/enough (adj.)
ἱκανότης, -ητος, ἡ sufficiency (n.)
ἱκανόω to suffice (v.)
ἱκετηρία, -ας, ἡ petition (n.)
ἰκμάς, -άδος, ἡ moisture (n.)
Ἰκόνιον, -ου, τό Iconium (n.) [Place]
ἴκτερος, -ου, ὁ [LXX] mildew/jaundice (n.)
ἰκτίν, -ῖνος, ὁ [LXX] kite (n.)
ἱκανότης, -ητος, ἡ sufficiency (n.)
ἱκανόω to suffice (v.)
ἱκετηρία, -ας, ἡ petition (n.)
ἰκμάς, -άδος, ἡ moisture (n.)
Ἰκόνιον, -ου, τό Iconium (n.) [Place]
ἴκτερος, -ου, ὁ [LXX] mildew/jaundice (n.)
ἰκτίν, -ῖνος, ὁ [LXX] kite (n.)