Ι ι
ιε-
ια- ιβ- ιγ- ιδ- ιε- ιζ- ιη- ιθ- ιι- ικ- ιλ- ιμ- ιν- ιξ- ιο- ιπ- ιρ- ις- ιτ- ιυ- ιφ- ιχ- ιψ- ιω-
ιεα- ιεβ- ιεγ- ιεδ- ιεε- ιεζ- ιεη- ιεθ- ιει- ιεκ- ιελ- ιεμ- ιεν- ιεξ- ιεο- ιεπ- ιερ- ιες- ιετ- ιευ- ιεφ- ιεχ- ιεψ- ιεω-
Annotated entries are asterisked.
ιεʹ [LXX]
15 (Milesian Numeral) [Milesian Numeral]
Ἰεζάβελ, ἡ Jezebel (n.) [Person]
Ιεζραηλ [LXX] Jezrael (n.)
Ιεθ [LXX] Jeth (n.)
ἱέραξ, -ακος, ὁ [LXX] hawk (n.)
Ἱεράπολις, -εως, ἡ Hierapolis (n.) [Place]
ἱερατεία, -ας, ἡ priestly office (n.)
ἱεράτευμα, -ατος, τό priesthood (n.)
ἱερατεύω to work of a priest (v.)
Ἰερεμίας, -ου, ὁ Jeremiah (n.) [Person]
ἱερεύς, -έως, ὁ priest (n.)
Ἰεριχώ, ἡ Jericho (n.) [Place]
ἱερόθυτος -ον devoted (adj.)
ἱερόν, -οῦ, τό outer temple (n.)
* ἱεροπρεπής -ές befitting sanctity (adj.)
ἱερός -ά -όν sacred (adj.)
* Ἱεροσόλυμα, -ων, τά and -ας, ἡ and Ἰερουσαλήμ v.l. Ἱ-, ἡ indecl. Jerusalem (n.) [Place]
Ἱεροσολυμίτης, -ου, ὁ Jerusalemite (n.)
ἱεροσυλέω to rob temples (v.)
ἱερόσυλος -ον sacrilege (adj.)
ἱερουργέω to serve as a priest (v.)
* Ἰερουσαλήμ v.l. Ἱ-, ἡ (s. Ἱεροσολυμα) Jerusalem (n.) [Place]
ἱερωσύνη, -ης, ἡ priesthood (n.)
Ἰεσσαί, ὁ Jesse (n.) [Person]
Ἰεφθάε, ὁ Jephthah (n.) [Person]
Ιεφοννη [LXX] Jephunneh (n.)
Ἰεχονίας, -ου, ὁ Jechoniah (n.) [Person]
Ἰεζάβελ, ἡ Jezebel (n.) [Person]
Ιεζραηλ [LXX] Jezrael (n.)
Ιεθ [LXX] Jeth (n.)
ἱέραξ, -ακος, ὁ [LXX] hawk (n.)
Ἱεράπολις, -εως, ἡ Hierapolis (n.) [Place]
ἱερατεία, -ας, ἡ priestly office (n.)
ἱεράτευμα, -ατος, τό priesthood (n.)
ἱερατεύω to work of a priest (v.)
Ἰερεμίας, -ου, ὁ Jeremiah (n.) [Person]
ἱερεύς, -έως, ὁ priest (n.)
Ἰεριχώ, ἡ Jericho (n.) [Place]
ἱερόθυτος -ον devoted (adj.)
ἱερόν, -οῦ, τό outer temple (n.)
* ἱεροπρεπής -ές befitting sanctity (adj.)
ἱερός -ά -όν sacred (adj.)
* Ἱεροσόλυμα, -ων, τά and -ας, ἡ and Ἰερουσαλήμ v.l. Ἱ-, ἡ indecl. Jerusalem (n.) [Place]
Ἱεροσολυμίτης, -ου, ὁ Jerusalemite (n.)
ἱεροσυλέω to rob temples (v.)
ἱερόσυλος -ον sacrilege (adj.)
ἱερουργέω to serve as a priest (v.)
* Ἰερουσαλήμ v.l. Ἱ-, ἡ (s. Ἱεροσολυμα) Jerusalem (n.) [Place]
ἱερωσύνη, -ης, ἡ priesthood (n.)
Ἰεσσαί, ὁ Jesse (n.) [Person]
Ἰεφθάε, ὁ Jephthah (n.) [Person]
Ιεφοννη [LXX] Jephunneh (n.)
Ἰεχονίας, -ου, ὁ Jechoniah (n.) [Person]