Η η
ης-
ηα- ηβ- ηγ- ηδ- ηε- ηζ- ηη- ηθ- ηι- ηκ- ηλ- ημ- ην- ηξ- ηο- ηπ- ηρ- ης- ητ- ηυ- ηφ- ηχ- ηψ- ηω-
ησα- ησβ- ησγ- ησδ- ησε- ησζ- ηση- ησθ- ησι- ησκ- ησλ- ησμ- ησν- ησξ- ησο- ησπ- ησρ- ησς- ηστ- ησυ- ησφ- ησχ- ησψ- ησω-
Annotated entries are asterisked.
Ἠσαΐας, -ου, ὁ
Isaiah (n.) [Person]
Ἠσαῦ, ὁ Esau (n.) [Person]
ἡσσάομαι (s. ἑσσόομαι) to overcome (v.)
ἥσσων ἧσσον and ἥττων ἧττον lesser (adj.)
ἡσυχάζω to quiet (v.)
ἡσυχία, -ας, ἡ quietness (n.)
ἡσύχιος -ον quiet (adj.)
Ἠσαῦ, ὁ Esau (n.) [Person]
ἡσσάομαι (s. ἑσσόομαι) to overcome (v.)
ἥσσων ἧσσον and ἥττων ἧττον lesser (adj.)
ἡσυχάζω to quiet (v.)
ἡσυχία, -ας, ἡ quietness (n.)
ἡσύχιος -ον quiet (adj.)