Γ γ
γεω-
γα- γβ- γγ- γδ- γε- γζ- γη- γθ- γι- γκ- γλ- γμ- γν- γξ- γο- γπ- γρ- γς- γτ- γυ- γφ- γχ- γψ- γω-
γεα- γεβ- γεγ- γεδ- γεε- γεζ- γεη- γεθ- γει- γεκ- γελ- γεμ- γεν- γεξ- γεο- γεπ- γερ- γες- γετ- γευ- γεφ- γεχ- γεψ- γεω-
γεωα- γεωβ- γεωγ- γεωδ- γεωε- γεωζ- γεωη- γεωθ- γεωι- γεωκ- γεωλ- γεωμ- γεων- γεωξ- γεωο- γεωπ- γεωρ- γεως- γεωτ- γεωυ- γεωφ- γεωχ- γεωψ- γεωω-
Annotated entries are asterisked.
γεωμετρικός -ή -όν [LXX] geometrical (adj.)
γεωργέω to cultivate (v.)
γεώργιον, -ου, τό cultivated land (n.)
γεωργός, -οῦ, ὁ farmer (n.)