Γ γ
γα-
γα- γβ- γγ- γδ- γε- γζ- γη- γθ- γι- γκ- γλ- γμ- γν- γξ- γο- γπ- γρ- γς- γτ- γυ- γφ- γχ- γψ- γω-
γαα- γαβ- γαγ- γαδ- γαε- γαζ- γαη- γαθ- γαι- γακ- γαλ- γαμ- γαν- γαξ- γαο- γαπ- γαρ- γας- γατ- γαυ- γαφ- γαχ- γαψ- γαω-
Annotated entries are asterisked.
Γαββαθά
Gabbatha (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
Γαβριήλ, ὁ Gabriel (n.) [Person]
γάγγραινα, -ης, ἡ gangrene (n.)
Γάδ, ὁ Gad (n.) [Person]
Γαδαρηνός -ή -όν from Gadara (adj.)
γάζα[1], -ης, ἡ treasure (n.)
Γάζα[2], -ης, ἡ Gaza (n.) [Place]
γαζοφυλάκιον, -ου, τό treasury (n.)
γαζοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] treasurer (n.)
Γάϊος, -ου, ὁ Gaius (n.) [Person]
γάλα, -ακτος, τό milk (n.)
Γαλάτης, -ου, ὁ Galatian (n.)
Γαλατία, -ας, ἡ Galatia (n.) [Place]
Γαλατικός -ή -όν Galatian (adj.)
γαλῆ, -ῆς, ἡ [LXX] weasel (n.)
γαλήνη, -ης, ἡ calm (n.)
Γαλιλαία, -ας, ἡ Galilee (n.) [Place]
Γαλιλαῖος -α -ον Galilean (adj.)
Γαλλίων, -ωνος, ὁ Gallio (n.) [Person]
Γαμαλιήλ, ὁ Gamaliel (n.) [Person]
γαμέω to marry (v.)
γαμίζω to marry off (v.)
γαμίσκω to ??? (v.)
γάμος, -ου, ὁ wedding celebration (n.)
γάρ for (conj.)
γαστήρ, -τρός, ἡ belly (n.)
Γαβριήλ, ὁ Gabriel (n.) [Person]
γάγγραινα, -ης, ἡ gangrene (n.)
Γάδ, ὁ Gad (n.) [Person]
Γαδαρηνός -ή -όν from Gadara (adj.)
γάζα[1], -ης, ἡ treasure (n.)
Γάζα[2], -ης, ἡ Gaza (n.) [Place]
γαζοφυλάκιον, -ου, τό treasury (n.)
γαζοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] treasurer (n.)
Γάϊος, -ου, ὁ Gaius (n.) [Person]
γάλα, -ακτος, τό milk (n.)
Γαλάτης, -ου, ὁ Galatian (n.)
Γαλατία, -ας, ἡ Galatia (n.) [Place]
Γαλατικός -ή -όν Galatian (adj.)
γαλῆ, -ῆς, ἡ [LXX] weasel (n.)
γαλήνη, -ης, ἡ calm (n.)
Γαλιλαία, -ας, ἡ Galilee (n.) [Place]
Γαλιλαῖος -α -ον Galilean (adj.)
Γαλλίων, -ωνος, ὁ Gallio (n.) [Person]
Γαμαλιήλ, ὁ Gamaliel (n.) [Person]
γαμέω to marry (v.)
γαμίζω to marry off (v.)
γαμίσκω to ??? (v.)
γάμος, -ου, ὁ wedding celebration (n.)
γάρ for (conj.)
γαστήρ, -τρός, ἡ belly (n.)