Φ φ
φθ-
φα- φβ- φγ- φδ- φε- φζ- φη- φθ- φι- φκ- φλ- φμ- φν- φξ- φο- φπ- φρ- φς- φτ- φυ- φφ- φχ- φψ- φω-
φθα- φθβ- φθγ- φθδ- φθε- φθζ- φθη- φθθ- φθι- φθκ- φθλ- φθμ- φθν- φθξ- φθο- φθπ- φθρ- φθς- φθτ- φθυ- φθφ- φθχ- φθψ- φθω-
Annotated entries are asterisked.
φθάνω
to precede (v.)
φθαρτός -ή -όν degenerative (adj.)
φθέγγομαι to utter (v.)
φθείρω to corrupt (v.)
φθινοπωρινός -ή -όν autumnal (adj.)
* φθόγγος, -ου, ὁ sound (n.)
φθονέω to envy (v.)
φθόνος, -ου, ὁ jealous/agressive-guardedness (n.)
φθορά, -ᾶς, ἡ destruction (n.)
φθαρτός -ή -όν degenerative (adj.)
φθέγγομαι to utter (v.)
φθείρω to corrupt (v.)
φθινοπωρινός -ή -όν autumnal (adj.)
* φθόγγος, -ου, ὁ sound (n.)
φθονέω to envy (v.)
φθόνος, -ου, ὁ jealous/agressive-guardedness (n.)
φθορά, -ᾶς, ἡ destruction (n.)