Φ φ
φοι-
φα- φβ- φγ- φδ- φε- φζ- φη- φθ- φι- φκ- φλ- φμ- φν- φξ- φο- φπ- φρ- φς- φτ- φυ- φφ- φχ- φψ- φω-
φοα- φοβ- φογ- φοδ- φοε- φοζ- φοη- φοθ- φοι- φοκ- φολ- φομ- φον- φοξ- φοο- φοπ- φορ- φος- φοτ- φου- φοφ- φοχ- φοψ- φοω-
φοια- φοιβ- φοιγ- φοιδ- φοιε- φοιζ- φοιη- φοιθ- φοιι- φοικ- φοιλ- φοιμ- φοιν- φοιξ- φοιο- φοιπ- φοιρ- φοις- φοιτ- φοιυ- φοιφ- φοιχ- φοιψ- φοιω-
Annotated entries are asterisked.
φοινίκεος -έα -ον (s. φοινικοῦς) [LXX] purple-red (adj.)
Φοινίκη, -ης, ἡ Phoenicia (n.) [Place]
φοινικοῦς -ῆ -οῦν a.k.a. φοινίκεος [LXX] purple-red (adj.)
* Φοινικών, -ῶνος, ὁ [LXX] City of Palm Trees (n.)
φοῖνιξ[1]/φοίνιξ[1], -ικος, ὁ date palm (n.)
φοῖνιξ[2]/φοίνιξ[2], -ικος, ὁ [EXTRA] phoenix (n.)
Φοῖνιξ[3], -ικος, ὁ Phoinix or Phoinikous (n.) [Place]
Φοίνιξ[4], -ικος, ὁ [LXX] Phoenician (n.)
Φοινίσσα, -ης, ἡ [LXX] Phoenician woman (n.)