Φ φ
φο-
φα- φβ- φγ- φδ- φε- φζ- φη- φθ- φι- φκ- φλ- φμ- φν- φξ- φο- φπ- φρ- φς- φτ- φυ- φφ- φχ- φψ- φω-
φοα- φοβ- φογ- φοδ- φοε- φοζ- φοη- φοθ- φοι- φοκ- φολ- φομ- φον- φοξ- φοο- φοπ- φορ- φος- φοτ- φου- φοφ- φοχ- φοψ- φοω-
Annotated entries are asterisked.
φοβερός -ά -όν
causing fear (adj.)
φοβέω to fear (v.)
φόβητρον, -ου, τό terror (n.)
φόβος, -ου, ὁ fear (n.)
φοιβάω [LXX] to ??? (v.)
Φοίβη, -ης, ἡ Phoebe (n.) [Person]
φοινίκεος -έα -ον (s. φοινικοῦς) [LXX] purple-red (adj.)
Φοινίκη, -ης, ἡ Phoenicia (n.) [Place]
φοινικοῦς -ῆ -οῦν a.k.a. φοινίκεος [LXX] purple-red (adj.)
* Φοινικών, -ῶνος, ὁ [LXX] City of Palm Trees (n.)
φοῖνιξ[1]/φοίνιξ[1], -ικος, ὁ date palm (n.)
φοῖνιξ[2]/φοίνιξ[2], -ικος, ὁ [EXTRA] phoenix (n.)
Φοῖνιξ[3], -ικος, ὁ Phoinix or Phoinikous (n.) [Place]
Φοίνιξ[4], -ικος, ὁ [LXX] Phoenician (n.)
Φοινίσσα, -ης, ἡ [LXX] Phoenician woman (n.)
φονεύς, -έως, ὁ murderer (n.)
φονευτής, -οῦ, ὁ [LXX] murderer (n.)
φονεύω to murder (v.)
φονή, -ῆς, ἡ [LXX] massacre (n.)
φόνος, -ου, ὁ murder (n.)
φορέω to wear (v.)
φόρον, -ου, τό Tributary (n.)
φόρος, -ου, ὁ Tax (n.)
φορτίζω to charged heavily (v.)
φορτίον, -ου, τό burden (n.)
φόρτος, -ου, ὁ cargo (n.)
Φορτουνᾶτος v.l. Φουρ-, -ου, ὁ Fortunatus (n.)
Φουρτουνᾶτος, -ου, ὁ (s. Φορ-) Fortunatus (n.)
φοβέω to fear (v.)
φόβητρον, -ου, τό terror (n.)
φόβος, -ου, ὁ fear (n.)
φοιβάω [LXX] to ??? (v.)
Φοίβη, -ης, ἡ Phoebe (n.) [Person]
φοινίκεος -έα -ον (s. φοινικοῦς) [LXX] purple-red (adj.)
Φοινίκη, -ης, ἡ Phoenicia (n.) [Place]
φοινικοῦς -ῆ -οῦν a.k.a. φοινίκεος [LXX] purple-red (adj.)
* Φοινικών, -ῶνος, ὁ [LXX] City of Palm Trees (n.)
φοῖνιξ[1]/φοίνιξ[1], -ικος, ὁ date palm (n.)
φοῖνιξ[2]/φοίνιξ[2], -ικος, ὁ [EXTRA] phoenix (n.)
Φοῖνιξ[3], -ικος, ὁ Phoinix or Phoinikous (n.) [Place]
Φοίνιξ[4], -ικος, ὁ [LXX] Phoenician (n.)
Φοινίσσα, -ης, ἡ [LXX] Phoenician woman (n.)
φονεύς, -έως, ὁ murderer (n.)
φονευτής, -οῦ, ὁ [LXX] murderer (n.)
φονεύω to murder (v.)
φονή, -ῆς, ἡ [LXX] massacre (n.)
φόνος, -ου, ὁ murder (n.)
φορέω to wear (v.)
φόρον, -ου, τό Tributary (n.)
φόρος, -ου, ὁ Tax (n.)
φορτίζω to charged heavily (v.)
φορτίον, -ου, τό burden (n.)
φόρτος, -ου, ὁ cargo (n.)
Φορτουνᾶτος v.l. Φουρ-, -ου, ὁ Fortunatus (n.)
Φουρτουνᾶτος, -ου, ὁ (s. Φορ-) Fortunatus (n.)