Φ φ
φλ-
φα- φβ- φγ- φδ- φε- φζ- φη- φθ- φι- φκ- φλ- φμ- φν- φξ- φο- φπ- φρ- φς- φτ- φυ- φφ- φχ- φψ- φω-
φλα- φλβ- φλγ- φλδ- φλε- φλζ- φλη- φλθ- φλι- φλκ- φλλ- φλμ- φλν- φλξ- φλο- φλπ- φλρ- φλς- φλτ- φλυ- φλφ- φλχ- φλψ- φλω-
Annotated entries are asterisked.
Φλέγων, -οντος, ὁ
singe (n.) [Person]
φλέψ, -εβός, ἡ [LXX] blood vessel (n.)
φλιά, -ᾶς, ἡ [LXX] ??? (n.)
φλογίζω to blaze (v.)
φλόξ, -ογός, ἡ flame (n.)
φλυαρέω to blather (v.)
φλύαρος -ον blathery (adj.)
φλέψ, -εβός, ἡ [LXX] blood vessel (n.)
φλιά, -ᾶς, ἡ [LXX] ??? (n.)
φλογίζω to blaze (v.)
φλόξ, -ογός, ἡ flame (n.)
φλυαρέω to blather (v.)
φλύαρος -ον blathery (adj.)