Φ φ
φε-
φα- φβ- φγ- φδ- φε- φζ- φη- φθ- φι- φκ- φλ- φμ- φν- φξ- φο- φπ- φρ- φς- φτ- φυ- φφ- φχ- φψ- φω-
φεα- φεβ- φεγ- φεδ- φεε- φεζ- φεη- φεθ- φει- φεκ- φελ- φεμ- φεν- φεξ- φεο- φεπ- φερ- φες- φετ- φευ- φεφ- φεχ- φεψ- φεω-
Annotated entries are asterisked.
φέγγος, -ους, τό
light (n.)
φείδομαι to spare (v.)
φειδομένως sparingly (adv.)
φελόνης, -ου, ὁ (s. φαιλ-) thick cloak (n.)
φέρω to carry (v.)
φεύγω to flee (v.)
φείδομαι to spare (v.)
φειδομένως sparingly (adv.)
φελόνης, -ου, ὁ (s. φαιλ-) thick cloak (n.)
φέρω to carry (v.)
φεύγω to flee (v.)