Φ φ
φα-
φα- φβ- φγ- φδ- φε- φζ- φη- φθ- φι- φκ- φλ- φμ- φν- φξ- φο- φπ- φρ- φς- φτ- φυ- φφ- φχ- φψ- φω-
φαα- φαβ- φαγ- φαδ- φαε- φαζ- φαη- φαθ- φαι- φακ- φαλ- φαμ- φαν- φαξ- φαο- φαπ- φαρ- φας- φατ- φαυ- φαφ- φαχ- φαψ- φαω-
Annotated entries are asterisked.
* φάγομαι (s. ἐσθίω)
to eat/devour (v.)
φάγος, -ου, ὁ glutton (n.)
φαιλόνης v.l. φελ-, -ου, ὁ thick cloak (n.)
φαίνω to appear (v.)
φάλαγξ, -γγος, ἡ [LXX] phalanx (n.)
Φάλεγ, ὁ (s. -λεκ) Peleg (n.)
Φάλεκ v.l. -λεγ, ὁ Peleg (n.)
φανερός -ά -όν manifest (adj.)
φανερόω to manifest (v.)
φανερῶς evidently (adv.)
φανέρωσις, -εως, ἡ manifestation (n.)
φανός, -οῦ, ὁ torch (n.)
Φανουήλ, ὁ Phanuel (n.)
φαντάζω to appear (v.)
φαντασία, -ας, ἡ fantasia (n.)
φάντασμα, -ατος, τό phantom (n.)
φάραγξ, -αγγος, ἡ cleft/ kneaded fold (n.)
Φαραώ, ὁ Pharaoh (n.)
Φαρές, ὁ Perez (n.) [Person]
Φαρισαῖος, -ου, ὁ Pharisee (n.)
φαρμακεία, -ας, ἡ potion usage (n.)
φαρμακεύς, -έως, ὁ sorcerer (n.)
φάρμακον, -ου, τό potion (n.)
φάρμακος, -ου, ὁ potion maker (n.)
φάρυγξ, -γγος, ὁ [LXX] pharynx/throat (n.)
φάσις, -εως, ἡ φάσις, an accusation; appearance (φαίνω) φάσις2, a statement, claim, assert (n.)
φάσκω to claim (v.)
φάτνη, -ης, ἡ manger (n.)
φαυλίζω [LXX] to disdain (v.)
φαῦλος -η -ον bad (adj.)
φάγος, -ου, ὁ glutton (n.)
φαιλόνης v.l. φελ-, -ου, ὁ thick cloak (n.)
φαίνω to appear (v.)
φάλαγξ, -γγος, ἡ [LXX] phalanx (n.)
Φάλεγ, ὁ (s. -λεκ) Peleg (n.)
Φάλεκ v.l. -λεγ, ὁ Peleg (n.)
φανερός -ά -όν manifest (adj.)
φανερόω to manifest (v.)
φανερῶς evidently (adv.)
φανέρωσις, -εως, ἡ manifestation (n.)
φανός, -οῦ, ὁ torch (n.)
Φανουήλ, ὁ Phanuel (n.)
φαντάζω to appear (v.)
φαντασία, -ας, ἡ fantasia (n.)
φάντασμα, -ατος, τό phantom (n.)
φάραγξ, -αγγος, ἡ cleft/ kneaded fold (n.)
Φαραώ, ὁ Pharaoh (n.)
Φαρές, ὁ Perez (n.) [Person]
Φαρισαῖος, -ου, ὁ Pharisee (n.)
φαρμακεία, -ας, ἡ potion usage (n.)
φαρμακεύς, -έως, ὁ sorcerer (n.)
φάρμακον, -ου, τό potion (n.)
φάρμακος, -ου, ὁ potion maker (n.)
φάρυγξ, -γγος, ὁ [LXX] pharynx/throat (n.)
φάσις, -εως, ἡ φάσις, an accusation; appearance (φαίνω) φάσις2, a statement, claim, assert (n.)
φάσκω to claim (v.)
φάτνη, -ης, ἡ manger (n.)
φαυλίζω [LXX] to disdain (v.)
φαῦλος -η -ον bad (adj.)