Ε ε
εξι-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
εξα- εξβ- εξγ- εξδ- εξε- εξζ- εξη- εξθ- εξι- εξκ- εξλ- εξμ- εξν- εξξ- εξο- εξπ- εξρ- εξς- εξτ- εξυ- εξφ- εξχ- εξψ- εξω-
εξια- εξιβ- εξιγ- εξιδ- εξιε- εξιζ- εξιη- εξιθ- εξιι- εξικ- εξιλ- εξιμ- εξιν- εξιξ- εξιο- εξιπ- εξιρ- εξις- εξιτ- εξιυ- εξιφ- εξιχ- εξιψ- εξιω-
Annotated entries are asterisked.
ἕξις, -εως, ἡ maturity (n.)
ἐξισόω [LXX] to equalize/level (v.)
ἐξιστάνω/-ιστάω (by-form of ἐξίστημι) to to put out of its place to change or alter utterly (v.)
ἐξίστημι to be-astonished (v.)
ἐξισχύω to be able (v.)