Ε ε
εξε-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
εξα- εξβ- εξγ- εξδ- εξε- εξζ- εξη- εξθ- εξι- εξκ- εξλ- εξμ- εξν- εξξ- εξο- εξπ- εξρ- εξς- εξτ- εξυ- εξφ- εξχ- εξψ- εξω-
εξεα- εξεβ- εξεγ- εξεδ- εξεε- εξεζ- εξεη- εξεθ- εξει- εξεκ- εξελ- εξεμ- εξεν- εξεξ- εξεο- εξεπ- εξερ- εξες- εξετ- εξευ- εξεφ- εξεχ- εξεψ- εξεω-
Annotated entries are asterisked.
ἐξεικονίζω [LXX] to fully formed (v.)
ἔξειμι fr. εἶμι[2] to depart (v.)
ἔξειμι[2] (s. ἔξειμι[2]) to be permitted (v.)
ἐξέλκω to drag out (v.)
ἐξέραμα, -ατος, τό vomit (n.)
ἐξεραυνάω v.l. -ερευνάω to search diligently (v.)
ἐξερευνάω (s. -εραυνάω) to search diligently (v.)
ἐξέρχομαι to come out (v.)
ἔξεστιν a.k.a. ἔξειμι[2] fr. εἰμί[1] to be permitted (v.)
ἐξετάζω to investigate (v.)
ἐξεταστέον [LXX] ??? (adv.)