Ε ε
ευα-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
ευα- ευβ- ευγ- ευδ- ευε- ευζ- ευη- ευθ- ευι- ευκ- ευλ- ευμ- ευν- ευξ- ευο- ευπ- ευρ- ευς- ευτ- ευυ- ευφ- ευχ- ευψ- ευω-
ευαα- ευαβ- ευαγ- ευαδ- ευαε- ευαζ- ευαη- ευαθ- ευαι- ευακ- ευαλ- ευαμ- ευαν- ευαξ- ευαο- ευαπ- ευαρ- ευας- ευατ- ευαυ- ευαφ- ευαχ- ευαψ- ευαω-
Annotated entries are asterisked.
εὐαγγελίζω to announce (v.)
εὐαγγέλιον, -ου, τό good tiding (n.)
εὐαγγελιστής, -οῦ, ὁ evangelist (n.)
εὐαρεστέω to be-well-pleasing (v.)
εὐάρεστος -ον well-pleasing (adj.)
εὐαρέστως pleasingly (adv.)