Ε ε
ετ-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
ετα- ετβ- ετγ- ετδ- ετε- ετζ- ετη- ετθ- ετι- ετκ- ετλ- ετμ- ετν- ετξ- ετο- ετπ- ετρ- ετς- εττ- ετυ- ετφ- ετχ- ετψ- ετω-
Annotated entries are asterisked.
ἑταῖρος, -ου, ὁ
partner (n.)
ἑτερόγλωσσος -ον speaking in a foreign language (adj.)
ἑτεροδιδασκαλέω to other-teach (v.)
ἑτεροζυγέω to unequally yoked (v.)
ἑτερόζυγος -ον [LXX] ??? (adj.)
ἕτερος -α -ον other(different/distinct) (pron.) [Pronoun]
ἑτέρως otherwise (adv.)
ἔτι yet/still/ while (adv.)
ἑτοιμάζω to prepare/make-ready (v.)
ἑτοιμασία, -ας, ἡ readiness (n.)
ἕτοιμος -η -ον ready (adj.)
ἑτοίμως readily (adv.)
ἔτος, -ους, τό year (n.)
ἑτερόγλωσσος -ον speaking in a foreign language (adj.)
ἑτεροδιδασκαλέω to other-teach (v.)
ἑτεροζυγέω to unequally yoked (v.)
ἑτερόζυγος -ον [LXX] ??? (adj.)
ἕτερος -α -ον other(different/distinct) (pron.) [Pronoun]
ἑτέρως otherwise (adv.)
ἔτι yet/still/ while (adv.)
ἑτοιμάζω to prepare/make-ready (v.)
ἑτοιμασία, -ας, ἡ readiness (n.)
ἕτοιμος -η -ον ready (adj.)
ἑτοίμως readily (adv.)
ἔτος, -ους, τό year (n.)