Ε ε
ες-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
εσα- εσβ- εσγ- εσδ- εσε- εσζ- εση- εσθ- εσι- εσκ- εσλ- εσμ- εσν- εσξ- εσο- εσπ- εσρ- εσς- εστ- εσυ- εσφ- εσχ- εσψ- εσω-
Annotated entries are asterisked.
Εσεδεκ [LXX]
Esedek (n.)
Εσηλεββων [LXX] Eselebbon (n.)
ἐσθής, -ῆτος, ἡ clothing (n.)
* ἐσθίω, ἔσθω to eat/devour (v.)
* ἔσθω (s. ἐσθίω) to eat/devour (v.)
Ἑσλί, ὁ Esli (n.) [Person]
ἐσμέν (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔσομαι (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔσοπτρον, -ου, τό mirror (n.)
ἑσπέρα, -ας, ἡ evening (n.)
Ἑσρώμ, ὁ Hezron (n.) [Person]
ἑσσόομαι/ἡττάομαι to overcome (v.)
ἐστέ (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἐστί (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔστω (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔστωσαν (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἐσχατόγηρως -ων [LXX] ??? (adj.)
ἔσχατος -η -ον last (adj.)
ἐσχάτως lastly (adv.)
ἔσω inside (adv.)
ἔσωθεν from-within/inside (adv.)
ἐσώτατος -η -ον [LXX] innermost (adj.)
ἐσώτερος -α -ον inner (adj.)
Εσηλεββων [LXX] Eselebbon (n.)
ἐσθής, -ῆτος, ἡ clothing (n.)
* ἐσθίω, ἔσθω to eat/devour (v.)
* ἔσθω (s. ἐσθίω) to eat/devour (v.)
Ἑσλί, ὁ Esli (n.) [Person]
ἐσμέν (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔσομαι (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔσοπτρον, -ου, τό mirror (n.)
ἑσπέρα, -ας, ἡ evening (n.)
Ἑσρώμ, ὁ Hezron (n.) [Person]
ἑσσόομαι/ἡττάομαι to overcome (v.)
ἐστέ (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἐστί (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔστω (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἔστωσαν (s. εἰμί[1]) to be (v.)
ἐσχατόγηρως -ων [LXX] ??? (adj.)
ἔσχατος -η -ον last (adj.)
ἐσχάτως lastly (adv.)
ἔσω inside (adv.)
ἔσωθεν from-within/inside (adv.)
ἐσώτατος -η -ον [LXX] innermost (adj.)
ἐσώτερος -α -ον inner (adj.)