Ε ε
επο-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
επα- επβ- επγ- επδ- επε- επζ- επη- επθ- επι- επκ- επλ- επμ- επν- επξ- επο- εππ- επρ- επς- επτ- επυ- επφ- επχ- επψ- επω-
εποα- εποβ- επογ- εποδ- εποε- εποζ- εποη- εποθ- εποι- εποκ- επολ- επομ- επον- εποξ- εποο- εποπ- επορ- επος- εποτ- επου- εποφ- εποχ- εποψ- εποω-
Annotated entries are asterisked.
ἐποικοδομέω to build up/ edify (v.)
ἐποκέλλω to run aground (v.)
ἐπονομάζω to give (a name) (v.)
ἐποπτεύω to observe (v.)
ἐπόπτης, -ου, ὁ eyewitness; observer (n.)
ἔπος, -ους, τό phrase/story/poem/word (n.)
* ἐπουράνιος -ον heavenly (adj.)
ἔποψ, -οπος, ὁ [LXX] hoopoe (n.)