Ε ε
εμ-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
εμα- εμβ- εμγ- εμδ- εμε- εμζ- εμη- εμθ- εμι- εμκ- εμλ- εμμ- εμν- εμξ- εμο- εμπ- εμρ- εμς- εμτ- εμυ- εμφ- εμχ- εμψ- εμω-
Annotated entries are asterisked.
ἐμαυτοῦ -ῆς -οῦ
myself (pron.) [Pronoun]
ἐμβαίνω to embark (v.)
ἐμβάλλω to inject (v.)
ἐμβάπτω to dip in (v.)
ἐμβατεύω to enter in (v.)
ἐμβιβάζω to put onboard (v.)
ἐμβλέπω to look upon (v.)
ἐμβριμάομαι to scold (v.)
ἐμέω to vomit (v.)
ἐμμαίνομαι to be enraged (v.)
Ἐμμανουήλ, ὁ Emmanuel (n.) [Person]
Ἐμμαοῦς, ἡ Emmaus (n.) [Place]
ἐμμένω to continue-in (v.)
Ἐμμόρ, ὁ (s. Ἑμμώρ) Hamor (n.) [Person]
Ἑμμώρ v.l. Ἐμμόρ, ὁ Hamor (n.) [Person]
ἐμός -ή -όν my/mine (pron.) [Pronoun]
ἐμπαιγμονή, -ῆς, ἡ mockery (n.)
ἐμπαιγμός, -οῦ, ὁ derision (n.)
ἐμπαίζω to mock (v.)
ἐμπαίκτης, -ου, ὁ mocker (n.)
ἐμπαραγίνομαι [LXX] to come in-upon (v.)
ἐμπειρέω [LXX] to be experienced in/have knowledge of (v.)
ἐμπεριπατέω to walk-about-in (v.)
ἐμπήγνυμι [LXX] to sink (v.)
ἐμπιμπλάω (s. -πίμπλημι) to fill up (v.)
ἐμπίμπλημι/-πίπ- to fill up (v.)
ἐμπίμπρημι to kindle blow up (v.)
ἐμπίπλημι (s. -πίμπ-) to fill up (v.)
ἐμπίπρημι (s. -πίμπ-) to kindle blow up (v.)
ἐμπίπτω to fall (v.)
ἐμπλέκω to entangle (v.)
εμπλήθω [LXX] to ??? (v.)
ἐμπλήθω (s. ἐμπίμπλημι) to fill up (v.)
ἐμπλοκή, -ῆς, ἡ braid (n.)
ἐμπνέω to breath (v.)
ἐμπορεύομαι to make gain of (v.)
ἐμπορία, -ας, ἡ merchandise (n.)
ἐμπόριον, -ου, τό market (n.)
ἔμπορος, -ου, ὁ merchant (n.)
εμπρήθω [LXX] to ??? (v.)
ἐμπρήθω (s. ἐμπίμπρημι) to kindle blow up (v.)
ἔμπροσθεν/-θε before/in-front-of (adv.)
ἐμπρόσθιος -ον [LXX] ??? (adj.)
ἐμπτύω to spit on (v.)
ἐμπυρίζω [LXX] to burn (v.)
ἐμπυρισμός, -οῦ, ὁ [LXX] burning (n.)
ἐμπυριστής, -οῦ, ὁ [LXX] ??? (n.)
ἔμπυρος -ον [LXX] ??? (adj.)
ἐμφαίνω [LXX] to exhibit/display (v.)
ἐμφανής -ές apparent (adj.)
ἐμφανίζω to reveal (v.)
ἔμφοβος -ον afraid (adj.)
ἐμφυσάω to breath on (v.)
ἔμφυτος -ον implanted (adj.)
ἐμβαίνω to embark (v.)
ἐμβάλλω to inject (v.)
ἐμβάπτω to dip in (v.)
ἐμβατεύω to enter in (v.)
ἐμβιβάζω to put onboard (v.)
ἐμβλέπω to look upon (v.)
ἐμβριμάομαι to scold (v.)
ἐμέω to vomit (v.)
ἐμμαίνομαι to be enraged (v.)
Ἐμμανουήλ, ὁ Emmanuel (n.) [Person]
Ἐμμαοῦς, ἡ Emmaus (n.) [Place]
ἐμμένω to continue-in (v.)
Ἐμμόρ, ὁ (s. Ἑμμώρ) Hamor (n.) [Person]
Ἑμμώρ v.l. Ἐμμόρ, ὁ Hamor (n.) [Person]
ἐμός -ή -όν my/mine (pron.) [Pronoun]
ἐμπαιγμονή, -ῆς, ἡ mockery (n.)
ἐμπαιγμός, -οῦ, ὁ derision (n.)
ἐμπαίζω to mock (v.)
ἐμπαίκτης, -ου, ὁ mocker (n.)
ἐμπαραγίνομαι [LXX] to come in-upon (v.)
ἐμπειρέω [LXX] to be experienced in/have knowledge of (v.)
ἐμπεριπατέω to walk-about-in (v.)
ἐμπήγνυμι [LXX] to sink (v.)
ἐμπιμπλάω (s. -πίμπλημι) to fill up (v.)
ἐμπίμπλημι/-πίπ- to fill up (v.)
ἐμπίμπρημι to kindle blow up (v.)
ἐμπίπλημι (s. -πίμπ-) to fill up (v.)
ἐμπίπρημι (s. -πίμπ-) to kindle blow up (v.)
ἐμπίπτω to fall (v.)
ἐμπλέκω to entangle (v.)
εμπλήθω [LXX] to ??? (v.)
ἐμπλήθω (s. ἐμπίμπλημι) to fill up (v.)
ἐμπλοκή, -ῆς, ἡ braid (n.)
ἐμπνέω to breath (v.)
ἐμπορεύομαι to make gain of (v.)
ἐμπορία, -ας, ἡ merchandise (n.)
ἐμπόριον, -ου, τό market (n.)
ἔμπορος, -ου, ὁ merchant (n.)
εμπρήθω [LXX] to ??? (v.)
ἐμπρήθω (s. ἐμπίμπρημι) to kindle blow up (v.)
ἔμπροσθεν/-θε before/in-front-of (adv.)
ἐμπρόσθιος -ον [LXX] ??? (adj.)
ἐμπτύω to spit on (v.)
ἐμπυρίζω [LXX] to burn (v.)
ἐμπυρισμός, -οῦ, ὁ [LXX] burning (n.)
ἐμπυριστής, -οῦ, ὁ [LXX] ??? (n.)
ἔμπυρος -ον [LXX] ??? (adj.)
ἐμφαίνω [LXX] to exhibit/display (v.)
ἐμφανής -ές apparent (adj.)
ἐμφανίζω to reveal (v.)
ἔμφοβος -ον afraid (adj.)
ἐμφυσάω to breath on (v.)
ἔμφυτος -ον implanted (adj.)