Ε ε
ελλ-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
ελα- ελβ- ελγ- ελδ- ελε- ελζ- ελη- ελθ- ελι- ελκ- ελλ- ελμ- ελν- ελξ- ελο- ελπ- ελρ- ελς- ελτ- ελυ- ελφ- ελχ- ελψ- ελω-
ελλα- ελλβ- ελλγ- ελλδ- ελλε- ελλζ- ελλη- ελλθ- ελλι- ελλκ- ελλλ- ελλμ- ελλν- ελλξ- ελλο- ελλπ- ελλρ- ελλς- ελλτ- ελλυ- ελλφ- ελλχ- ελλψ- ελλω-
Annotated entries are asterisked.
ἐλλείπω [LXX] to leave [in] (v.)
Ἕλλην, -ηνος, ὁ Greek (n.)
Ἑλληνικός -ή -όν Greek (adj.)
Ἑλληνίς, -ίδος, ἡ Greek (n.)
* Ἑλληνιστής, -οῦ, ὁ Hellenist (n.)
Ἑλληνιστί in Greek (adv.)
ἐλλογέω to charge (v.)