Ε ε
ελε-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
ελα- ελβ- ελγ- ελδ- ελε- ελζ- ελη- ελθ- ελι- ελκ- ελλ- ελμ- ελν- ελξ- ελο- ελπ- ελρ- ελς- ελτ- ελυ- ελφ- ελχ- ελψ- ελω-
ελεα- ελεβ- ελεγ- ελεδ- ελεε- ελεζ- ελεη- ελεθ- ελει- ελεκ- ελελ- ελεμ- ελεν- ελεξ- ελεο- ελεπ- ελερ- ελες- ελετ- ελευ- ελεφ- ελεχ- ελεψ- ελεω-
Annotated entries are asterisked.
ἐλεάω (cf. ἐλεέω) to have mercy (v.)
ἐλεγμός, -οῦ, ὁ rebuke (n.)
ἔλεγξις, -εως, ἡ rebuke (n.)
ἔλεγχος, -ου, ὁ proof/evidence (n.)
ἐλέγχω to reprove (v.)
ἐλεεινός -ή -όν pitiable (adj.)
ἐλεεινότερος -α -ον more pitiable (adj.)
ἐλεέω (cf. ἐλεάω) to have mercy on (v.)
ἐλεημοσύνη, -ης, ἡ alms/mercifulness (n.)
ἐλεήμων -ον merciful (adj.)
ἔλεος, -ους, τό v.l. ἔλεος, -ου, ὁ mercy (n.)
ἐλευθερία, -ας, ἡ liberty (n.)
ἐλεύθερος -έρα -ον liberated (adj.)
ἐλευθερόω to set-free (v.)
ἐλευθερώτερος -α -ον [LXX] freer (adj.)
ἔλευσις, -εως, ἡ arrival (n.)
ἐλεφάντινος -η -ον ivory (adj.)