Ε ε
ελα-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
ελα- ελβ- ελγ- ελδ- ελε- ελζ- ελη- ελθ- ελι- ελκ- ελλ- ελμ- ελν- ελξ- ελο- ελπ- ελρ- ελς- ελτ- ελυ- ελφ- ελχ- ελψ- ελω-
ελαα- ελαβ- ελαγ- ελαδ- ελαε- ελαζ- ελαη- ελαθ- ελαι- ελακ- ελαλ- ελαμ- ελαν- ελαξ- ελαο- ελαπ- ελαρ- ελας- ελατ- ελαυ- ελαφ- ελαχ- ελαψ- ελαω-
Annotated entries are asterisked.
ἔλαιον, -ου, τό oil (n.)
ἐλαιών, -ῶνος, ὁ olive grove (n.)
Ἐλαμ(ε)ίτης, -ου, ὁ Elamite (n.)
Ελασα, ὁ [LXX] Elasa/Eleasa (n.) [Person]
ἐλασσόω (
ἐλάσσων ἔλασσον and ἐλάττων ἔλαττον lesser (adj.)
ἐλάτη, -ης, ἡ [LXX] silver fir (n.)
ἐλαττονέω to have less (v.)
ἐλαττονόω [LXX] to diminish (v.)
ἐλαττόω/ἐλασσόω to make inferior (v.)
ἐλάττων ἔλαττον (s. ἐλάσσων) lesser (adj.)
ἐλαύνω to sail/drive (v.)
ἔλαφος, -ου, ὁ and ἡ [LXX] male deer (n.)
ἐλαφρία, -ας, ἡ unserious (n.)
ἐλαφρός -ά -όν light (adj.)
ἐλαφρότερος -α -ον [LXX] fickler (adj.)
ἐλάχιστος -ίστη -ον least (adj.)
ἐλαχιστότερος -α -ον very-least (adj.)
ἐλαχύς ἐλάχεια -ύ [EXTRA] little (adj.)