Ε ε
εκκ-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
εκα- εκβ- εκγ- εκδ- εκε- εκζ- εκη- εκθ- εκι- εκκ- εκλ- εκμ- εκν- εκξ- εκο- εκπ- εκρ- εκς- εκτ- εκυ- εκφ- εκχ- εκψ- εκω-
εκκα- εκκβ- εκκγ- εκκδ- εκκε- εκκζ- εκκη- εκκθ- εκκι- εκκκ- εκκλ- εκκμ- εκκν- εκκξ- εκκο- εκκπ- εκκρ- εκκς- εκκτ- εκκυ- εκκφ- εκκχ- εκκψ- εκκω-
Annotated entries are asterisked.
ἑκκαίδεκα (s.δεκαέξ) [LXX] sixteen (adj.)
ἑκκαιδέκατος -η -ον [LXX] sixteenth (adj.)
ἐκκαίω to inflame (v.)
* ἐκκακέω (s. ἐγκα-) to despair (v.)
ἐκκεντέω to prick out (v.)
ἐκκλάω to break off (v.)
ἐκκλείω to exclude/shut out (v.)
ἐκκλησία, -ας, ἡ assembly (n.)
ἐκκλίνω to recoil/avoid (v.)
ἐκκολυμβάω to swim off (v.)
ἐκκομίζω to carry-out (v.)
ἐκκόπτω to cut down/off (v.)
ἐκκρέμαμαι (s. ἐκκρεμάννυμι) to ??? (v.)
ἐκκρεμάννυμι/ἐκκρέμαμαι to ??? (v.)