Ε ε
εγκ-
εα- εβ- εγ- εδ- εε- εζ- εη- εθ- ει- εκ- ελ- εμ- εν- εξ- εο- επ- ερ- ες- ετ- ευ- εφ- εχ- εψ- εω-
εγα- εγβ- εγγ- εγδ- εγε- εγζ- εγη- εγθ- εγι- εγκ- εγλ- εγμ- εγν- εγξ- εγο- εγπ- εγρ- εγς- εγτ- εγυ- εγφ- εγχ- εγψ- εγω-
εγκα- εγκβ- εγκγ- εγκδ- εγκε- εγκζ- εγκη- εγκθ- εγκι- εγκκ- εγκλ- εγκμ- εγκν- εγκξ- εγκο- εγκπ- εγκρ- εγκς- εγκτ- εγκυ- εγκφ- εγκχ- εγκψ- εγκω-
Annotated entries are asterisked.
ἐγκαθίζω [LXX] to seat in or upon; administer a sitz-bath to one (v.)
ἐγκαίνια, -ίων, τά ??? (n.)
ἐγκαινίζω to inaugurate/restore (v.)
* ἐγκακέω v.l. ἐκκα- to despair (v.)
ἐγκαλέω to accuse (v.)
ἔγκατα, -άτων, τά [LXX] innards (n.)
ἐγκαταλείπω to leave utterly (v.)
ἐγκατοικέω to reside among (v.)
ἐγκαυχάομαι to be proud boast (v.)
ἐγκεντρίζω to graft (v.)
ἐγκισσάω [LXX] to ??? (v.)
ἐγκλείω [LXX] to shut in/confine (v.)
ἔγκλημα, -ατος, τό accusation (n.)
ἐγκομβόομαι to put on (v.)
ἐγκοπή, -ῆς, ἡ hindrance (n.)
ἐγκόπτω to thwart (v.)
* ἐγκράτεια, -είας, ἡ self-control (n.)
ἐγκρατεύομαι to exercise self-control (v.)
ἐγκρατής -ές self-controlled (adj.)
ἐγκρίνω to equate (v.)
ἐγκρύπτω to hide (v.)
ἔγκυος -ον pregnant (adj.)