Δ δ
δοκ-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δοα- δοβ- δογ- δοδ- δοε- δοζ- δοη- δοθ- δοι- δοκ- δολ- δομ- δον- δοξ- δοο- δοπ- δορ- δος- δοτ- δου- δοφ- δοχ- δοψ- δοω-
δοκα- δοκβ- δοκγ- δοκδ- δοκε- δοκζ- δοκη- δοκθ- δοκι- δοκκ- δοκλ- δοκμ- δοκν- δοκξ- δοκο- δοκπ- δοκρ- δοκς- δοκτ- δοκυ- δοκφ- δοκχ- δοκψ- δοκω-
Annotated entries are asterisked.
δοκιμάζω to vet/scrutinize (v.)
δοκιμασία, -ας, ἡ examination (n.)
δοκιμή, -ῆς, ἡ attestation/attestedness (n.)
δοκίμιον, -ου, τό testing (n.)
δόκιμος -ον approved (adj.)
* δοκός, -οῦ, ἡ beam (n.)