Δ δ
διω-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δια- διβ- διγ- διδ- διε- διζ- διη- διθ- διι- δικ- διλ- διμ- διν- διξ- διο- διπ- διρ- δις- διτ- διυ- διφ- διχ- διψ- διω-
διωα- διωβ- διωγ- διωδ- διωε- διωζ- διωη- διωθ- διωι- διωκ- διωλ- διωμ- διων- διωξ- διωο- διωπ- διωρ- διως- διωτ- διωυ- διωφ- διωχ- διωψ- διωω-
Annotated entries are asterisked.
διώκτης, -ου, ὁ persecutor (n.)
διώκω to persecute / pursue (v.)
διῶρυξ, -υγος, ἡ [LXX] canal (n.)
διωστήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] ??? (n.)