Δ δ
δικ-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δια- διβ- διγ- διδ- διε- διζ- διη- διθ- διι- δικ- διλ- διμ- διν- διξ- διο- διπ- διρ- δις- διτ- διυ- διφ- διχ- διψ- διω-
δικα- δικβ- δικγ- δικδ- δικε- δικζ- δικη- δικθ- δικι- δικκ- δικλ- δικμ- δικν- δικξ- δικο- δικπ- δικρ- δικς- δικτ- δικυ- δικφ- δικχ- δικψ- δικω-
Annotated entries are asterisked.
δικαιοκρισία, -ας, ἡ just-judgement (n.)
δίκαιος -αία -ον righteous (adj.)
δικαιοσύνη, -ης, ἡ righteousness (n.)
δικαιότατος -η -ον [LXX] most just (adj.)
δικαιότερος -α -ον [LXX] more just (adj.)
δικαιόω to justify (v.)
δικαίωμα, -ατος, τό justification (ordinance) (n.)
δικαίως justly (adv.)
δικαίωσις, -εως, ἡ vindication (n.)
δικαστής, -οῦ, ὁ judge (n.)
δίκη, -ης, ἡ justice/rightness, penalty (n.)
δίκτυον, -ου, τό net (n.)