Δ δ
διε-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δια- διβ- διγ- διδ- διε- διζ- διη- διθ- διι- δικ- διλ- διμ- διν- διξ- διο- διπ- διρ- δις- διτ- διυ- διφ- διχ- διψ- διω-
διεα- διεβ- διεγ- διεδ- διεε- διεζ- διεη- διεθ- διει- διεκ- διελ- διεμ- διεν- διεξ- διεο- διεπ- διερ- διες- διετ- διευ- διεφ- διεχ- διεψ- διεω-
Annotated entries are asterisked.
διενθυμέομαι to ponder (v.)
διεξέρχομαι to go/pass through (v.)
διέξοδος, -ου, ἡ dia-exodus (n.)
διερμηνευτής, -οῦ, ὁ translator (n.)
διερμηνεύω to interpret (v.)
διέρχομαι to pass-through (v.)
διερωτάω to learn (v.)
διετής -ές of a two-year period (adj.)
διετία, -ας, ἡ two-year period (n.)