Δ δ
διδ-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δια- διβ- διγ- διδ- διε- διζ- διη- διθ- διι- δικ- διλ- διμ- διν- διξ- διο- διπ- διρ- δις- διτ- διυ- διφ- διχ- διψ- διω-
διδα- διδβ- διδγ- διδδ- διδε- διδζ- διδη- διδθ- διδι- διδκ- διδλ- διδμ- διδν- διδξ- διδο- διδπ- διδρ- διδς- διδτ- διδυ- διδφ- διδχ- διδψ- διδω-
Annotated entries are asterisked.
διδακτός -ή -όν taught (adj.)
διδασκαλία, -ας, ἡ teaching (n.)
διδάσκαλος, -ου, ὁ teacher (n.)
διδάσκω to teach (v.)
διδαχή, -ῆς, ἡ teaching (n.)
δίδραχμον, -ου, τό double drachma (n.)
δίδυμος[1] -η -ον [LXX] double (adj.)
Δίδυμος[2], -ου, ὁ Didymus (n.) [Person]
* δίδωμι to give (v.)