Δ δ
δες-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δεα- δεβ- δεγ- δεδ- δεε- δεζ- δεη- δεθ- δει- δεκ- δελ- δεμ- δεν- δεξ- δεο- δεπ- δερ- δες- δετ- δευ- δεφ- δεχ- δεψ- δεω-
δεσα- δεσβ- δεσγ- δεσδ- δεσε- δεσζ- δεση- δεσθ- δεσι- δεσκ- δεσλ- δεσμ- δεσν- δεσξ- δεσο- δεσπ- δεσρ- δεσς- δεστ- δεσυ- δεσφ- δεσχ- δεσψ- δεσω-
Annotated entries are asterisked.
δεσμεύω v.l. -μέω to bind (v.)
δεσμέω (s. -μεύω) to bind (v.)
δέσμη, -ης, ἡ bundle (n.)
δέσμιος[1] (-ία) -ον [LXX] bound (adj.)
δέσμιος[2], -ου, ὁ prisoner (n.)
δεσμός, -οῦ, ὁ and δεσμά, -ῶν, τά restraint (n.)
δεσμοφύλαξ, -ακος, ὁ jailer (n.)
δεσμωτήριον, -ου, τό captive (n.)
δεσμώτης, -ου, ὁ captive (n.)
* δεσπότης, -ου, ὁ master (n.)