Δ δ
δει-
δα- δβ- δγ- δδ- δε- δζ- δη- δθ- δι- δκ- δλ- δμ- δν- δξ- δο- δπ- δρ- δς- δτ- δυ- δφ- δχ- δψ- δω-
δεα- δεβ- δεγ- δεδ- δεε- δεζ- δεη- δεθ- δει- δεκ- δελ- δεμ- δεν- δεξ- δεο- δεπ- δερ- δες- δετ- δευ- δεφ- δεχ- δεψ- δεω-
δεια- δειβ- δειγ- δειδ- δειε- δειζ- δειη- δειθ- δειι- δεικ- δειλ- δειμ- δειν- δειξ- δειο- δειπ- δειρ- δεις- δειτ- δειυ- δειφ- δειχ- δειψ- δειω-
Annotated entries are asterisked.
δεῖγμα, -ατος, τό example (n.)
δειγματίζω to make an example of (v.)
δείκνυμι a.k.a. δεικνύω to show (v.)
δεικνύω (s. δείκνυμι) to show (v.)
δειλαίνω [LXX] to be a coward (v.)
δείλαιος -α -ον [LXX] wretched (adj.)
δειλανδρέω [LXX] to be cowardly (v.)
δειλία, -ας, ἡ cowardice/timidity (n.)
δειλιάω to fear (v.)
δειλινός -ή -όν [LXX] of the afternoon (adj.)
δειλόομαι [LXX] to be afraid (v.)
δειλός -ή -όν cowardly (adj.)
δειλόψυχος -ον [LXX] faint-hearted (adj.)
* δεῖνα, ὁ, ἡ, τό certain someone (pron.) [Pronoun]
δεινός -ή -όν [LXX] dreadful (adj.)
δεινῶς dreadfully (adv.)
δειπνέω to dine (v.)
δεῖπνον, -ου, τό supper (n.)
δεισιδαιμονέστερος -α -ον more religious (adj.)
δεισιδαιμονία, -ας, ἡ religion (n.)
δεισιδαίμων -ον [EXTRA] religious (adj.)