Χ χ
χρε-
χα- χβ- χγ- χδ- χε- χζ- χη- χθ- χι- χκ- χλ- χμ- χν- χξ- χο- χπ- χρ- χς- χτ- χυ- χφ- χχ- χψ- χω-
χρα- χρβ- χργ- χρδ- χρε- χρζ- χρη- χρθ- χρι- χρκ- χρλ- χρμ- χρν- χρξ- χρο- χρπ- χρρ- χρς- χρτ- χρυ- χρφ- χρχ- χρψ- χρω-
χρεα- χρεβ- χρεγ- χρεδ- χρεε- χρεζ- χρεη- χρεθ- χρει- χρεκ- χρελ- χρεμ- χρεν- χρεξ- χρεο- χρεπ- χρερ- χρες- χρετ- χρευ- χρεφ- χρεχ- χρεψ- χρεω-
Annotated entries are asterisked.
χρεμετίζω [LXX] to whinny (v.)
χρεμετισμός, -οῦ, ὁ [LXX] neigh (n.)
χρέος, -ους, τό obligation (n.)
χρεοφειλέτης v.l. χρεω-, -ου, ὁ debtor (n.)
χρεωφειλέτης, -ου, ὁ (s. χρεο-) debtor (n.)