Χ χ
χε-
χα- χβ- χγ- χδ- χε- χζ- χη- χθ- χι- χκ- χλ- χμ- χν- χξ- χο- χπ- χρ- χς- χτ- χυ- χφ- χχ- χψ- χω-
χεα- χεβ- χεγ- χεδ- χεε- χεζ- χεη- χεθ- χει- χεκ- χελ- χεμ- χεν- χεξ- χεο- χεπ- χερ- χες- χετ- χευ- χεφ- χεχ- χεψ- χεω-
Annotated entries are asterisked.
χεῖλος, -ους, τό
lip (n.)
χειμάζω to batter (v.)
* χείμαρρος/-ρρους, -ου, ὁ wadi/brook (n.)
* χειμάρρους, -ου, ὁ (s. -ρρος) wadi/brook (n.)
χειμών, -ῶνος, ὁ winter/wintery (n.)
χείρ, χειρός, ἡ hand (n.)
χειραγωγέω to lead by the hand (v.)
χειραγωγός, -οῦ, ὁ guide (n.)
χείριστος -η -ον [LXX] worst (adj.)
χειρόγραφον, -ου, τό hand-written document (n.)
χειροποίητος -όν handmade (adj.)
χειροτονέω to handpick (v.)
χείρων -ον worse (adj.)
Χερουβ, pl. Χερουβίν v.l. -βίμ, τό and ὁ cherubim (n.)
Χερουβίμ, τό and ὁ (s. Χερουβ) cherubim (n.)
Χερουβίν, τό and ὁ (s. Χερουβ) cherubim (n.)
χερσαῖος -η -ον [LXX] land-dwelling (adj.)
χέω [LXX] to pour (v.)
χειμάζω to batter (v.)
* χείμαρρος/-ρρους, -ου, ὁ wadi/brook (n.)
* χειμάρρους, -ου, ὁ (s. -ρρος) wadi/brook (n.)
χειμών, -ῶνος, ὁ winter/wintery (n.)
χείρ, χειρός, ἡ hand (n.)
χειραγωγέω to lead by the hand (v.)
χειραγωγός, -οῦ, ὁ guide (n.)
χείριστος -η -ον [LXX] worst (adj.)
χειρόγραφον, -ου, τό hand-written document (n.)
χειροποίητος -όν handmade (adj.)
χειροτονέω to handpick (v.)
χείρων -ον worse (adj.)
Χερουβ, pl. Χερουβίν v.l. -βίμ, τό and ὁ cherubim (n.)
Χερουβίμ, τό and ὁ (s. Χερουβ) cherubim (n.)
Χερουβίν, τό and ὁ (s. Χερουβ) cherubim (n.)
χερσαῖος -η -ον [LXX] land-dwelling (adj.)
χέω [LXX] to pour (v.)