Β β
βλ-
βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βλα- βλβ- βλγ- βλδ- βλε- βλζ- βλη- βλθ- βλι- βλκ- βλλ- βλμ- βλν- βλξ- βλο- βλπ- βλρ- βλς- βλτ- βλυ- βλφ- βλχ- βλψ- βλω-
Annotated entries are asterisked.
βλαβερός -ά -όν
harmful (adj.)
βλάπτω to do harm (v.)
βλαστάνω/βλαστάω to sprout (v.)
βλαστάω (s. βλαστάνω) to sprout (v.)
βλαστός[1], -οῦ, ὁ [LXX] bud (n.)
Βλάστος[2], -ου, ὁ Blastus (n.) [Person]
* βλασφημέω to blaspheme/disparage (v.)
βλασφημία, -ας, ἡ blasphemy (n.)
βλάσφημος -ον blaspheming (adj.)
βλέμμα, -ατος, τό look (n.)
βλέπω to see/look/observe (v.)
βλητέος -α -ον drained (adj.)
βλάπτω to do harm (v.)
βλαστάνω/βλαστάω to sprout (v.)
βλαστάω (s. βλαστάνω) to sprout (v.)
βλαστός[1], -οῦ, ὁ [LXX] bud (n.)
Βλάστος[2], -ου, ὁ Blastus (n.) [Person]
* βλασφημέω to blaspheme/disparage (v.)
βλασφημία, -ας, ἡ blasphemy (n.)
βλάσφημος -ον blaspheming (adj.)
βλέμμα, -ατος, τό look (n.)
βλέπω to see/look/observe (v.)
βλητέος -α -ον drained (adj.)